- κωλο-
- (Μ κωλο-)α' συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με μειωτική σημασία προς ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό, ειδικότερα δε ως ένδειξη απέχθειας ή και αγανάκτησης είτε λόγω κακής ή χαμηλής ποιότητας πράγματος (κωλομηχάνημα, κωλοφυλλάδα) είτε λόγω τής κακής ή δυσάρεστης συμπεριφοράς ατόμων (κωλόγερος, κωλόπαιδο) ή αρνητικά φορτισμένης κατάστασης (κωλοεξετάσεις).Παραδείγματα λ. με κωλο-: κωλοκούκουρο, κωλοσέρνωμσν.κωλογυρίζω, κωλοράβδι(ο)ννεοελλ.κωλόγερος, κωλογλείφω, κωλοδάχτυλο, κωλοκάθομαι, κωλόκαιρος, κωλοκόβω, κωλομέρι, κωλόμηλα, κωλονούρι, κωλόπαιδο, κωλόπανο, κωλοπετσωμένος, κωλοπηλάλα, κωλοράδι, κωλοσούρτης, κωλοσούσα, κωλοσφιξούρα, κωλοσφούγγι, κωλοτούμπα, κωλοτρίβομαι, κωλοτρυπίδα, κωλότσεπη, κωλόφαρδος, κωλοφυλλάδα, κωλοφωτιά, κωλοχανείο, κωλόχαρτο, κωλοχόρταρο, κωλοχτυπιέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.